- ακεράτωτος
- -η, -οαυτός του οποίου δεν προσβλήθηκε η τιμή από ανηθικότητα της γυναίκας του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακεράτωτος — η, ο [κερατώνω] 1. αυτός που δεν κερατώθηκε, που δεν απατήθηκε από τη γυναίκα του, που δεν ατιμάστηκε η συζυγική του πίστη, ή, αντίστροφα, αυτή που ο άντρας της δεν τήν απάτησε, δεν ατίμασε τη συζυγική πίστη 2. κατ’ επέκταση, αυτός που δεν… … Dictionary of Greek